Κηφισοῦ

Κηφισοῦ
Κηφῑσοῦ , Κηφισός
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Πειραιάς — Πόλη της Αττικής, το μεγαλύτερο λιμάνι της Ελλάδας, επίνειο των Αθηνών, από τα σημαντικότερα εμπορικά και βιομηχανικά κέντρα της χώρας και πρωτεύουσα της ομώνυμης νομαρχίας της περιφέρειας Αττικής. Ο δήμος Π. και οι δήμοι Αγίου Ιωάννη Ρέντη,… …   Dictionary of Greek

  • νομάδας — ο και νομάς, ο, η (ΑΜ νομάς, άδος) 1. αυτός που βόσκει αγέλη ζώων και περιπλανιέται μαζί με αυτά από τόπο σε τόπο κυρίως για βοσκή 2. στον πληθ. νομάδες νομαδικές, περιπλανώμενες φυλές, φυλές που περιφέρονται από τόπο σε τόπο για ανεύρεση χώρου… …   Dictionary of Greek

  • Κωπαΐδα — Πεδιάδα της Βοιωτίας, η οποία άλλοτε ήταν λίμνη. Περιβάλλεται από τα βουνά της Λοκρίδας, τον Ελικώνα, το Σφίγγιο και τα ανατολικά υψώματα του Παρνασσού. Η λεκάνη, στη βαθύτερη περιοχή της οποίας υπήρχε άλλοτε η ομώνυμη λίμνη, δημιουργήθηκε από… …   Dictionary of Greek

  • Λίλαια — Αρχαία πόλη της Φωκίδας. Βρισκόταν στους πρόποδες του Παρνασσού και χωριζόταν στην Επάνω και Κάτω πόλη. Η ακρόπολή της ήταν χτισμένη στην κορυφή ενός λόφου του Παρνασσού, είχε μήκος 90 μ. και πλάτος 60 μ. Τα ερείπια της Λ. βρίσκονται στις πηγές… …   Dictionary of Greek

  • Κηφισός — Ονομασία ποταμών της Ελλάδας. 1. Ποταμός (60 χλμ.) της ανατολικής Στερεάς Ελλάδας, ο οποίος σήμερα ονομάζεται Μαυρονέρι. Πηγάζει από τους πρόποδες του Παρνασσού και καταλήγει στη βοιωτική πεδιάδα, την οποία αρδεύει. Ο Κ. δέχεται δύο παραπόταμους …   Dictionary of Greek

  • βούλαρχος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ίωνας ζωγράφος (8ος αι. π.Χ.). Ζωγράφισε πίνακα της κατάληψης της Μαγνησίας από τους Κιμμέριους. Ο Πλίνιος γράφει πως ο βασιλιάς της Λυδίας Κανδαύλης τον αντάλλαξε με ίσο βάρος χρυσού, αλλά η πληροφορία είναι… …   Dictionary of Greek

  • δέλφος — Μυθολογικό πρόσωπο. Επώνυμος ήρωας των Δελφών, που υποδέχτηκε τον Απόλλωνα στην Παρνασσίδα. Σύμφωνα με άλλη παράδοση, ο Δ. ήταν γιος του Απόλλωνα και της νύμφης Κελαινούς ή της Μελαίνης, κόρης του Κηφισού ή της Oνίας, κόρης του Κασταλίου. Σύζυγος …   Dictionary of Greek

  • δελφός — Μυθολογικό πρόσωπο. Επώνυμος ήρωας των Δελφών, που υποδέχτηκε τον Απόλλωνα στην Παρνασσίδα. Σύμφωνα με άλλη παράδοση, ο Δ. ήταν γιος του Απόλλωνα και της νύμφης Κελαινούς ή της Μελαίνης, κόρης του Κηφισού ή της Oνίας, κόρης του Κασταλίου. Σύζυγος …   Dictionary of Greek

  • δωρίς — I Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος. Από τον γάμο της με τον Νηρέα απέκτησε πενήντα κόρες, τις Νηρηίδες, οι οποίες ονομάζονταν και Δωρίδες. II Ονομασία δύο περιοχών κατά την αρχαιότητα. 1. Μικρή… …   Dictionary of Greek

  • ερίνεος — Τοπωνύμιο του ελλαδικού χώρου κατά την αρχαιότητα. Προέρχεται ετυμολογικά από το δέντρο ερινεός (συκιά). 1. Δωρική πόλη, μεταξύ Βοιού και Σπερχειού, μία από τις τρεις που έχτισαν οι Καδμείοι μετά την εκδίωξή τους από τη Θήβα από τους Επίγονους. 2 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”